συναιτια

συναιτια
    συναιτία
    συν-αιτία
    ἥ соучастница, сообщница
    

(φόνου Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συναιτια" в других словарях:

  • συναιτία — συναιτίᾱ , συναίτιος being the joint fem nom/voc/acc dual συναιτίᾱ , συναίτιος being the joint fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναίτια — συναίτιος being the joint neut nom/voc/acc pl συναίτιος being the joint neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναιτία — συναιτίᾱ , συναίτιος being the joint fem nom/voc/acc dual συναιτίᾱ , συναίτιος being the joint fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναίτια — συναίτια , συναίτιος being the joint neut nom/voc/acc pl συναίτια , συναίτιος being the joint neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιτίας — συναιτίᾱς , συναίτιος being the joint fem acc pl συναιτίᾱς , συναίτιος being the joint fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιτίαν — συναιτίᾱν , συναίτιος being the joint fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχιατρική — Κλάδος της ιατρικής, που έχει ως αντικείμενο την κλινική μελέτη των ψυχικών νοσημάτων και τη θεραπεία τους. Η ψ. ως επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη, αν και οι ψυχικές διαταραχές ήταν γνωστές από τους αρχαιότατους χρόνους και διάσημοι γιατροί και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»